- ιώδης
- (I)-ες (Α ἰῶδης, -ες) [ίον]1. αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιόχρους, μενεξεδής2. το ουδ. ως ουσ. το ιώδεςα) το χρώμα που παράγεται από την ανάμιξη τού ερυθρού και τού κυανού, ως οπτικών αισθημάτωνβ) είδος τών ιωδών χρωστικών, με φαρμακευτικές ιδιότητες (α. «κρυσταλλικό ιώδες» β. «ιώδες τής γεντιανής»).————————(II)-ες (Α ἰώδης, -ες) [ιός IV]1. σκουριασμένος2. δηλητηριώδης3. (μτφ., για πρόσ.) φαρμακερός, κακεντρεχήςαρχ.πικρός, στυφός, δριμύς.
Dictionary of Greek. 2013.